Οι Σάρκες του Σίβα

Σκην: Γιώργος Αυγερόπουλος

Μια ηλικιωμένη γυναίκα ταξιδεύει χιλιόμετρα για να πεθάνει στο Βαρανάσι. Όταν αφήσει την τελευταία της πνοή και καεί στην νεκρική πυρά, ένας ασκητής Αγκόρι θα φάει τα απομεινάρια της, αναζητώντας την εξύψωση προς το Θείο. Αυτό το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ, το οποίο είναι γυρισμένο στην Ινδία, μας παρέχει μια πολύ σπάνια καταγραφή μιας πρακτικής που είναι αδιανόητη στο δυτικό κόσμο. Αυτή της τελετουργικής νεκροφαγίας.

Δείτε την ταινία τώρα!

Επιλέξτε τη γλώσσα που επιθυμείτε και δείτε τώρα την ταινία σε Full HD από οποιαδήποτε συσκευή! Απολαύστε την ιδιωτική σας προβολή!

Αγγλικά

Ελληνικά

Αγοράστε το DVD

9,99

Εκκαθάριση

Δημόσια Προβολή

Σας ενδιαφέρει να οργανώστε μια δημόσια προβολή της ταινίας; Στείλτε μας ένα e-mail με το αίτημα σας και θα χαρούμε να σας βοηθήσουμε!

Στείλτε μας e-mail

Εκπαιδευτική Χρήση

Σας ενδιαφέρει να εμπλουτίσετε τη βιβλιοθήκη του ιδρύματος σας με την ταινία μας; Επικοινωνήστε μαζί μας, ώστε μαζί να δημιουργήσουμε ένα πληροφορημένο κοινό!

Στείλτε μας e-mail



Info
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 48min
  • ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΓΛΩΣΣΕΣ: Αγγλικά | Ελληνικά
  • ΔΙΑΘΕΣΙΜΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Αγγλικά (48min) | Ελληνικά (48min)
  • ΕΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: 2007
Βασικοί Συντελεστές
  • Σενάριο-Σκηνοθεσία: Γιώργος Αυγερόπουλος
  • Επιμέλεια, Συντονισμός Έρευνας: Αποστόλης Καπαρουδάκης
  • Editing Director: Δημήτρης Νικολόπουλος
  • Οργάνωση – Διεύθυνση Παραγωγής: Αναστασία Σκουμπρή
  • Έρευνα – Αποστολή: Γεωργία Ανάγνου
  • Διεύθυνση Φωτογραφίας: Dinesh Lal
  • Fixing: Parvez Khan
  • Μοντάζ: Δημήτρης Νικολόπουλος, Μελέτης Πόγκας
  • Πρωτότυπη Μουσική: Γιάννης Παξεβάνης
Μία παραγωγή της Small Planet για την © ΕΡΤ 2006 - 2007
Διακρίσεις & Βραβεία

Επίσημη Συμμετοχή
21ο Διεθνές Φεστιβάλ Οπτικοακουστικών Προγραμμάτων (FIPA)
Μπιαρίτζ - Γαλλία
Ιανουάριος 2008

Σημειώσεις

Αγκόρι Σάντους, ονομάζονται οι ινδουιστές ασκητές που, σύμφωνα με τον μύθο, για να ενωθούν με το Θείο, τρώνε τις σάρκες των μισοκαμένων πτωμάτων που επιπλέουν στο Γάγγη. Υπάρχουν ή όχι; Κι αν υπάρχουν, είναι απλά παρανοϊκοί κανίβαλοι ή όντα που ανήκουν σε μια πραγματικότητα που εμείς αδυνατούμε να αντιληφθούμε, «μικροί θεοί» που αξίζουν το σεβασμό μας;

Το Βαρανάσι, είναι ο ιερός τόπος των ινδουιστών, ό,τι η Μέκκα για τους μωαμεθανούς και τα Ιεροσόλυμα για τους χριστιανούς. Πρόκειται πιθανά για την παλαιότερη πόλη του κόσμου, μιας και κατοικείται αδιάλειπτα τα τελευταία 3.000 χρόνια. Στη Μπενάρες, όπως είναι το άλλο όνομα της πόλης, καταφθάνουν κάθε χρόνο, τουλάχιστον 1 εκατομμύριο πιστοί.

Κάποιοι από αυτούς, θέλουν απλά να εξαγνιστούν από τις αμαρτίες τους βουτώντας στα ιερά για αυτούς νερά του Γάγγη. Ενώ άλλοι, καταφθάνουν μετά από ταξίδι ημερών, εβδομάδων ή και μηνών, για να αφήσουν εδώ την τελευταία τους πνοή.

Σύμφωνα με τις Βέδες, τα ιερά κείμενα του Ινδουισμού, όποιος πεθαίνει και αποτεφρώνεται στο Βαρανάσι, κερδίζει την πολυπόθητη λύτρωση. Η ψυχή του απελευθερώνεται από τον αέναο κύκλο των μετενσαρκώσεων και οι αμαρτίες αυτής ή της προηγούμενης ζωής, παύουν πλέον να τον βαραίνουν, καθώς ο ίδιος ο Σίβα ψάλλει στο αυτί του τη μυστικιστική συλλαβή, το αποχαιρετιστήριο μάντρα.

Ο θάνατος στο Βαρανάσι, είναι για τους ινδουιστές χαρά και ευλογία. Οι συγγενείς μάλιστα του ετοιμοθάνατου, θεωρούν καθήκον τους να προσφέρουν αυτό το δώρο στους αγαπημένους τους που φεύγουν απ’ τη ζωή.

«Με τον πατέρα μου, ξεκινήσαμε από το χωριό πριν από τρεις ημέρες και φέραμε εδώ τη γιαγιά μου, ώστε να πεθάνει και να καεί στο Βαρανάσι, όπως ήταν η επιθυμία της»…

…λέει ο Ραμ Παρβές. Η γιαγιά Ραμ, είναι μια από τους χιλιάδες ετοιμοθάνατους πιστούς που καταφθάνουν στο Βαρανάσι και καταλύουν σε ένα από τα εκατοντάδες «ξενοδοχεία μελλοθανάτων» που βρίσκονται στην πόλη. Πολλοί από αυτούς, θα πεθάνουν τις επόμενες ημέρες ή ώρες. Άλλοι όμως, μπορεί να περιμένουν στην πόλη χρόνια «μέχρι να έρθει η λύτρωση».

Στο Βαρανάσι, οι νεκρικές πυρές δε σβήνουν ποτέ και η μυρωδιά της καμένης σάρκας πλημμυρίζει τον αέρα. Πιο δίπλα, άνθρωποι πλένονται ή πλένουν τα ρούχα τους στο Γάγγη δίπλα σε ασκητές που κάνουν γιόγκα και πιστούς που προσεύχονται ή συμμετέχουν σε ιεροτελεστίες με λουλούδια και τραγούδια…

Εδώ, στις όχθες του ιερού Γάγγη όπου επιπλέουν τα καμένα πτώματα των πιστών, ο Εξάντας ανιχνεύει τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις, τον τρόπο σκέψης και την κουλτούρα του Ινδουισμού.

Η κάμερα καταγράφει τα βαθιά, στοχαστικά λόγια των ινδουιστών ασκητών και στην ηρεμία του βλέμματος τους, αναζητά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Έπειτα, ερευνά την απόσταση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, αλλά και το διάστημα ανάμεσα στον παραλογισμό και την κοροϊδία, καθώς περιπλανιέται ανάμεσα στο πλήθος των ασκητών που μπορούν επί χρόνια να στέκονται στο ένα πόδι, να κάθονται σε καρφιά, να μην κοιμούνται, να παραμένουν γυμνοί χειμώνα και καλοκαίρι, να υποβάλλουν το σώμα τους σε κάθε είδους εξωπραγματικό για τα «δικά μας» δεδομένα μαρτύριο.

«Επιθυμία μου είναι να βρω το Θεό, να πάω κοντά στο Θεό. Είμαι γυμνός από 7 ετών, εδώ και 22 χρόνια… Με αυτόν τον τρόπο, φτάνω κοντά στον Σίβα…»

…λέει ο Σίρι Κέσαβ, ενώ μπροστά του καίει η φωτιά. Λίγο πριν, έχει πάρει ένα ξύλο από την νεκρική πυρά και με τη στάχτη του έχει βαφτεί ολόκληρος. Έπειτα κάπνισε κάνναβη που τη θεωρεί «αντίδωρο από τον Σίβα» και ξεκίνησε την ταλαιπωρία του σώματός του.

Με το βλέμμα του δύσπιστου ορθολογιστή, αλλά και το σεβασμό αυτού «που γνωρίζει… ότι δεν γνωρίζει», το συνεργείο του Εξάντα ξενυχτάει στο Βαρανάσι. Και αναζητά τους Αγκόρι Σάντους, τη σέκτα των ασκητών που για να ενωθούν με το Θείο, τρώνε τα απομεινάρια από τα καμένα πτώματα που ξεβράζει ο ιερός ποταμός. Υπάρχουν ή είναι μύθος; Κι αν υπάρχουν, πρόκειται απλά για παρανοϊκούς κανίβαλους ή για θεοσεβούμενους ασκητές που στην προσπάθειά τους να επικοινωνήσουν με τον Σίβα, έχουν ξεπεράσει κατά πολύ όσα οι αμύητοι αδυνατούν ακόμη και να αντιληφθούν;

Ζητάει τις εξηγήσεις στα λόγια του Μπάμπα Ναγκνάθ, του «άγιου της Μανικαρνίκα Γκατ», της ιερής προβλήτας του Γάγγη στην οποία καθημερινά αποτεφρώνονται 250 πιστοί. Ο Μπάμπα Ναγκνάθ, είναι χορτοφάγος και υποστηρίζει πως οτιδήποτε εντυπωσιακό εκ μέρους των ασκητών, γίνεται για τα χρήματα των ευκολόπιστων και μόνο. Όταν όμως η συζήτηση φτάνει στους «κανίβαλους Αγκόρι Σάντους», απαντά:

Έτσι, η περιπλάνηση συνεχίζεται, ώσπου η κάμερα καταφέρνει να πλησιάσει τον Κίτσερι Μπάμπα. Τυλιγμένος στη στάχτη, βασικά, παραμένει σιωπηλός. Λέει πέντε κουβέντες όλες κι όλες, ενώ δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια του την ώρα που τρώει το μισοκαμένο πτώμα ενός νεκρού….

«Δεν μπορεί να το φάει κανένας άλλος αυτό… Τρώω κρέας… Αυτό που νομίζετε εσείς ότι είναι κρέας, είναι αντίδωρο από τον Γάγγη…»

Οι Αγκόρι Σάντους αναγνωρίζουν το θάνατο ως το μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου. Και προκειμένου να τον υπερβούν, υιοθετούν ακραίες πρακτικές και τελετές:

Πίνουν κρασί, ακόμα και ούρα, μέσα από ανθρώπινα κρανία. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, διαλογίζονται πάνω από τα πτώματα που ξεβράζει ο Γάγγης. Λέγεται ότι καταφέρνουν να ελέγξουν το πνεύμα τους, γι’ αυτό ο απλός κόσμος τους αποδίδει δυνάμεις υπερφυσικές, πιστεύει ότι μπορούν με επιτυχία να βλάψουν ή να θεραπεύσουν, να ευλογήσουν ή να καταραστούν όποιον επιθυμούν…

Η νεκροφαγία λαμβάνει χώρα πολύ σπάνια, ίσως και μια μόνο φορά στη ζωή ενός Αγκόρι Σάντους, στο πλαίσιο μιας τελετουργικής προσευχής. Μέσα από αυτήν επιδιώκουν να συμφιλιωθούν με οτιδήποτε τους προκαλεί φόβο και αποτροπιασμό. Το σώμα του νεκρού άλλωστε, συμβολίζει το ίδιο τους το σώμα, από το οποίο προσπαθούν να απελευθερωθούν.

Η κάμερα αιχμαλωτίζει μια από τις πιο ακραίες εικόνες που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους τον 21ο αιώνα. Και το ντοκιμαντέρ γίνεται, ταυτόχρονα, το ντοκουμέντο αλλά και ο καθρέφτης των πιο μύχιων ανθρώπινων σκέψεων, αλλά και των απροσδιόριστων ορίων όσων σκορπούν σκοτάδι και φόβο υποσχόμενα το φως, τη χαρά και τη λύτρωση. Αγκόρι φαίνεται να ακολουθούν ένα μονοπάτι, το οποίο αντιτίθεται φανερά στα ιδεώδη του Ινδουισμού. Καταναλώνουν αλκοολούχα ποτά, τρώνε σάρκα, εκστομίζουν βωμολοχίες, διαλογίζονται τη νύχτα και προαίνουν σε σεξουαλικές πράξεις χωρίς αναστολές. Οι Αγκόρι είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες σέχτες των ιερων ανδρών (σάντους) του Ινδουισμού. Οι άνθρωποι πιστεύουν, ότι οι Αγκόρι κατέχουν μαγικές δυνάμεις και ιστορίες των Αγκόρι, οι οποίοι θεραπεύουν ανθρώπους που υποφέρουν από σοβαρές ασθένειες, είναι συνηθισμένες στα χωριά της Ινδίας.

Σχετικά με τον Σκηνοθέτη
Γιώργος Αυγερόπουλος
Ο Γιώργος Αυγερόπουλος είναι Έλληνας δημιουργός ντοκιμαντέρ και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία και εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Σεράγεβο, την Κροατία, το Κόσσοβο, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Το 2000 δημιούργησε τη σειρά ντοκιμαντέρ Εξάντας που μεταδιδόταν από την ελληνική τηλεόραση για 13 συναπτά έτη. Ντοκιμαντέρ της σειράς προβλήθηκαν από δεκάδες διεθνή δίκτυα και διακρίθηκαν σε κινηματογραφικά φεστιβάλ διαφόρων χωρών. Σήμερα ο Γιώργος Αυγερόπουλος συνεργάζεται κυρίως με δίκτυα του εξωτερικού. Συνολικά έχει υπογράψει περισσότερα από 100 κοινωνικοπολιτικά ντοκιμαντέρ, γυρισμένα σε περίπου 50 χώρες, και έχει τιμηθεί με δεκάδες διεθνή βραβεία και διακρίσεις σε κινηματογραφικά φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο.